εξεγερτικός

εξεγερτικός
ἐξεγερτικός, -ή, -όν (Μ) [εξεγείρω]
αυτός που έχει τη δύναμη να εξεγείρει, να ανασταίνει («ἐξεγερτική νεκρῶν... ἡ δύναμις τοῡ Κυρίου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”